- δοχῆς
- δοχεύςrecipientmasc nom plδοχεύςrecipientmasc nom/voc plδοχήreceptaclefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανδοχής — ές, Μ αυτός που τά περιλαμβάνει όλα, πανδεχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοχής (< δέχομαι) … Dictionary of Greek